- πλατυφύλλου
- πλατύφυλλοςbroad-leavedmasc/fem/neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αντίδι — Φυτό ποώδες της οικογένειας των συνθέτων. Τα παράρριζά του σχηματίζουν σφαιρικό ρόδακα από το κέντρο του οποίου αναπτύσσεται ο ανθοφόρος βλαστός ύψους μέχρι 1 μ., με άνθη κυανά ή λευκά. Κατάγεται από τη μεσογειακή ζώνη, ή ίσως και από την Ινδία,… … Dictionary of Greek
υπογλώσσιος — α, ο / ὑπογλώσσιος, ον, ΝΜΑ, και αττ. τ. ὑπογλώττιος Α αυτός που βρίσκεται κάτω από τη γλώσσα νεοελλ. 1. το ουδ. ως ουσ. το υπογλώσσιο ονομασία διαφόρων φαρμακευτικών σκευασμάτων τα οποία διαλύει ο πάσχων κάτω από την γλώσσα του για να επιτευχθεί … Dictionary of Greek